3,270,824
edits
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἀπαθής]], -οῡς, -ές) [[πάθος]]<br />ο [[χωρίς]] [[πάθος]], ο [[ατάραχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αβλαβής]], [[υγιής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποφέρει από [[κάτι]] ή δεν έχει πάθει [[κάτι]] («ἀπαθὴς κακῶν», <b>Ηρόδ.</b><br />«ἀπαθὴς νόσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν δοκίμασε [[κάτι]], δεν έχει [[εμπειρία]] («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατιμώρητος]] («[[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]]» — να χρωστάς [[χάρη]] που δεν τιμωρήθηκες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[εκείνος]] που δεν υπόκειται σε [[μεταβολή]] («ἀπαθεῑς αἱ ἰδέαι», <b>Αριστοτ.</b><br />«[[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ [[ἀπαθής]]», [[Πλούταρχος]])<br /><b>5.</b> αυτός που δεν διεγείρει [[πάθη]], δεν προξενεί [[εντύπωση]]<br /><b>6.</b> <b>(Γραμμ.)</b> «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα. | |mltxt=(AM [[ἀπαθής]], -οῡς, -ές) [[πάθος]]<br />ο [[χωρίς]] [[πάθος]], ο [[ατάραχος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[αβλαβής]], [[υγιής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν υποφέρει από [[κάτι]] ή δεν έχει πάθει [[κάτι]] («ἀπαθὴς κακῶν», <b>Ηρόδ.</b><br />«ἀπαθὴς νόσων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> όποιος δεν δοκίμασε [[κάτι]], δεν έχει [[εμπειρία]] («ἀπαθὴς καλῶν μεγάλων», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ατιμώρητος]] («[[χάριν]] [[ἴσθι]] ἐὼν [[ἀπαθής]]» — να χρωστάς [[χάρη]] που δεν τιμωρήθηκες, <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> (για αφηρημένες έννοιες) [[εκείνος]] που δεν υπόκειται σε [[μεταβολή]] («ἀπαθεῑς αἱ ἰδέαι», <b>Αριστοτ.</b><br />«[[οὐσία]] [[ἀσώματος]] καὶ [[ἀπαθής]]», [[Πλούταρχος]])<br /><b>5.</b> αυτός που δεν διεγείρει [[πάθη]], δεν προξενεί [[εντύπωση]]<br /><b>6.</b> <b>(Γραμμ.)</b> «τὰ ἀπαθῆ» — τα αμετάβατα ρήματα. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπᾰθής:''' -ές ([[πάθος]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν υποφέρει ή δεν έχει υποφέρει, αυτός που δεν έχει [[πείρα]] ενός πράγματος, με γεν., σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., σε Αττ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που είναι απαλλαγμένος από [[πάθη]] ή [[απρόσβλητος]] από αισθήματα, ο [[αναίσθητος]]· επίρρ., [[ἀπαθῶς]] ἔχειν, δεν έχω συναισθήματα, είμαι [[αναίσθητος]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |