βρομιώδης: Difference between revisions

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source
(7)
(1b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βρομιώδης]], -ες (Α) [[βρόμιος]] (II)]<br />[[βακχικός]], [[διονυσιακός]].
|mltxt=[[βρομιώδης]], -ες (Α) [[βρόμιος]] (II)]<br />[[βακχικός]], [[διονυσιακός]].
}}
{{elru
|elrutext='''βρομιώδης:''' Anth. = [[βρόμιος]] 2.
}}
}}

Revision as of 17:52, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 464] ες, bacchisch, Maced. 33 (XI, 27).

Spanish (DGE)

-ες
báquico βρομιώδεα πηλόν arcilla báquica ref. a una copa AP 11.27 (Maced.).

Greek Monolingual

βρομιώδης, -ες (Α) βρόμιος (II)]
βακχικός, διονυσιακός.

Russian (Dvoretsky)

βρομιώδης: Anth. = βρόμιος 2.