αὐτόπολις: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αὐτόπολις]], η (Α)<br />ελεύθερη, ανεξάρτητη [[πόλη]].
|mltxt=[[αὐτόπολις]], η (Α)<br />ελεύθερη, ανεξάρτητη [[πόλη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόπολις:''' ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόπολις Medium diacritics: αὐτόπολις Low diacritics: αυτόπολις Capitals: ΑΥΤΟΠΟΛΙΣ
Transliteration A: autópolis Transliteration B: autopolis Transliteration C: aftopolis Beta Code: au)to/polis

English (LSJ)

πόλις

   A free, independent state, Th.5.79.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπολις: πόλις, ἐλευθέρα, ἀνεξάρτητος πόλις, Θουκ. 5. 79.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
cité libre se régissant par elle-même.
Étymologie: αὐτός, πόλις.

Spanish (DGE)


libre, independiente de ciu. αὐτόνομοι καὶ αὐτοπόλιες Trat. en Th.5.79.

Greek Monolingual

αὐτόπολις, η (Α)
ελεύθερη, ανεξάρτητη πόλη.

Greek Monotonic

αὐτόπολις: ἡ, ελεύθερη πόλη, ανεξάρτητη, σε Θουκ.