γονυστεφής: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές<br />(για ίππους) αυτός που έχει στα γόνατα ουλές με [[λευκό]] [[τρίχωμα]] λόγω τραυματισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[κισσοστεφής]], [[χρυσοστεφής]]). Η λ. [[γονυστεφής]] ([[ίππος]]) μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο].
|mltxt=-ές<br />(για ίππους) αυτός που έχει στα γόνατα ουλές με [[λευκό]] [[τρίχωμα]] λόγω τραυματισμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γόνυ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέφος]] <span style="color: red;"><</span> [[στέφω]] ([[πρβλ]]. [[κισσοστεφής]], [[χρυσοστεφής]]). Η λ. [[γονυστεφής]] ([[ίππος]]) μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο].
}}
}}

Latest revision as of 08:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές
(για ίππους) αυτός που έχει στα γόνατα ουλές με λευκό τρίχωμα λόγω τραυματισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + -στεφής < στέφος < στέφω (πρβλ. κισσοστεφής, χρυσοστεφής). Η λ. γονυστεφής (ίππος) μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο].