δορυσσόητος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
(9) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δορυσσόητος]], -ον (Α)<br />ο [[δορυσσόος]]. | |mltxt=[[δορυσσόητος]], -ον (Α)<br />ο [[δορυσσόος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορυσσόητος:''' -ον, = [[δορυσσόος]], <i>μόχθων δορυσσοήτων</i>, λέγεται για τους αγώνες και τους μόχθους της μάχης, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, = sq., μόχθων δορυσσοήτων of the toils
A of battle, S.Aj.1188.
Greek (Liddell-Scott)
δορυσσόητος: -ον, = δορυσσόος, μόχθων δορυσσοήτων, ἐπὶ τῶν ἀγώνων καὶ μόχθων τῆς μάχης, Σοφ. Αἴ. 1188 (οὕτω τὸ Λαυρεντ. χφον, καὶ οὕτω τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ, ἀντὶ δορυσσόντων), πρβλ. δορυσσόος, ἀσπιστής· καὶ ὁ Bergk προτείνει διόρθωσιν δορυσσόητα (ἀντὶ -οντα) ἐν Εὐρ. Ἡρακλ. 774.
Spanish (DGE)
-ον agitado por la lanza μόχθοι S.Ai.1187.
Greek Monolingual
δορυσσόητος, -ον (Α)
ο δορυσσόος.
Greek Monotonic
δορυσσόητος: -ον, = δορυσσόος, μόχθων δορυσσοήτων, λέγεται για τους αγώνες και τους μόχθους της μάχης, σε Σοφ.