Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διορυχή: Difference between revisions

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185
(9)
(1b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[διορυγή]].
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[διορυγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''διορῠχή:''' ἡ Diod. = [[διῶρυξ]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορῠχή Medium diacritics: διορυχή Low diacritics: διορυχή Capitals: ΔΙΟΡΥΧΗ
Transliteration A: diorychḗ Transliteration B: diorychē Transliteration C: diorychi Beta Code: dioruxh/

English (LSJ)

ἡ,

   A = διωρυχή, Χερσονήσου D.7.40; φρεάτων Ph.1.626; τοίχων Lib.Decl.8.19: metaph., undermining, νόμων, δικαστηρίων, Id.Or.63.21.

Greek (Liddell-Scott)

διορῠχή: ἡ, (οὐχὶ διωρυχή), τὸ διορύσσειν, Δημ. 86. 17, Διόδ. Σικ. Κʹ, δʹ (τόμ. Βʹ, σ. 426 Διδ.), Ψευδηρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 205· διῶρυξ διὰ τοῦ Ω μεγάλου, διορυχὴ δὲ μικρόν. Ἴδε Κόντ. Ἀθηνᾶς τόμ. Βʹ, σ. 316.

Greek Monolingual

η
βλ. διορυγή.

Russian (Dvoretsky)

διορῠχή: ἡ Diod. = διῶρυξ.