γαπόνος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund

Menander, Monostichoi, 533
(8)
(1b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γαπόνος]], ο (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />ο [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γα</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πονώ]], <i>πονούμαι</i>. Συνώνυμο της αρχαίας [[επίσης]] λ. [[γεωπόνος]] «[[γεωργός]]»].
|mltxt=[[γαπόνος]], ο (<b>δωρ. τ.</b>) (Α)<br />ο [[γεωργός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> (δωρ. <i>γα</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πονώ]], <i>πονούμαι</i>. Συνώνυμο της αρχαίας [[επίσης]] λ. [[γεωπόνος]] «[[γεωργός]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''γᾱπόνος:''' ὁ дор. = [[γεωπόνος]].
}}
}}

Revision as of 18:00, 31 December 2018

Spanish (DGE)

v. γεωπόνος.

Greek Monolingual

γαπόνος, ο (δωρ. τ.) (Α)
ο γεωργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γα) + -πόνος < πονώ, πονούμαι. Συνώνυμο της αρχαίας επίσης λ. γεωπόνος «γεωργός»].

Russian (Dvoretsky)

γᾱπόνος: ὁ дор. = γεωπόνος.