ψυχοβγάλτης: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. ψυχοβγάλτρα, Ν<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) ο [[αρχάγγελος]] Μιχαήλ, ο [[οποίος]] ονομάστηκε [[έτσι]], [[γιατί]], σύμφωνα με τις δοξασίες, παρίσταται [[κατά]] τη [[στιγμή]] της εκπνοής του ετοιμοθανάτου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ταλαιπωρεί, που βασανίζει επίμονα κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βγάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βγάζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αντερο</i>-<i>βγάλτης</i>].
|mltxt=ο, θηλ. ψυχοβγάλτρα, Ν<br /><b>1.</b> (<b>το αρσ.</b>) ο [[αρχάγγελος]] Μιχαήλ, ο [[οποίος]] ονομάστηκε [[έτσι]], [[γιατί]], σύμφωνα με τις δοξασίες, παρίσταται [[κατά]] τη [[στιγμή]] της εκπνοής του ετοιμοθανάτου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που ταλαιπωρεί, που βασανίζει επίμονα κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βγάλτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βγάζω]]), [[πρβλ]]. <i>αντερο</i>-<i>βγάλτης</i>].
}}
}}

Revision as of 15:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο, θηλ. ψυχοβγάλτρα, Ν
1. (το αρσ.) ο αρχάγγελος Μιχαήλ, ο οποίος ονομάστηκε έτσι, γιατί, σύμφωνα με τις δοξασίες, παρίσταται κατά τη στιγμή της εκπνοής του ετοιμοθανάτου
2. μτφ. αυτός που ταλαιπωρεί, που βασανίζει επίμονα κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -βγάλτης (< βγάζω), πρβλ. αντερο-βγάλτης].