ψαράδικος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ψάρεμα]] και στον ψαρά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ψαράδικο</i><br />α) [[ιχθυοπωλείο]]<br />β) [[ψαροκάικο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ψαράδικα</i><br />(με περλπτ. σημ.) [[ιχθυαγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαράς]], πληθ. <i>ψαράδες</i>, <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φαγ</i>-<i>άδ</i>-<i>ικος</i>)].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ψάρεμα]] και στον ψαρά<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ψαράδικο</i><br />α) [[ιχθυοπωλείο]]<br />β) [[ψαροκάικο]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ψαράδικα</i><br />(με περλπτ. σημ.) [[ιχθυαγορά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψαράς]], πληθ. <i>ψαράδες</i>, <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικος</i> ([[πρβλ]]. <i>φαγ</i>-<i>άδ</i>-<i>ικος</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 15:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ψάρεμα και στον ψαρά
2. το ουδ. ως ουσ. το ψαράδικο
α) ιχθυοπωλείο
β) ψαροκάικο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψαράδικα
(με περλπτ. σημ.) ιχθυαγορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαράς, πληθ. ψαράδες, + κατάλ. -ικος (πρβλ. φαγ-άδ-ικος)].