ωραιοκόμος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὡραῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βρεφο</i>-<i>κόμος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὡραῖος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>βρεφο</i>-<i>κόμος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].