αγλαότιμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαότιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που τιμάται μεταλοπρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[τιμή]].
|mltxt=[[ἀγλαότιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που τιμάται μεταλοπρεπώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[τιμή]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμάται μεταλοπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + τιμή.