επιζώ: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(13)
 
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐπιζῶ, -ήω)<br />ζω, [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]] και [[μετά]] τον θάνατο κάποιου ή [[μετά]] από κάποιο [[γεγονός]] (α. «επέζησαν του πολέμου» β. «επιζήσαμε» γ. «επέζησε του συζύγου της» δ. «ἄν ὡς ὀλίγιστον ὁ [[τοιοῦτος]] χρόνον ἐπιζώῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαρκώ]], [[παραμένω]] («τοῡ φθόνου πολὺν χρόνον οὐκ ἐπιζῶντος», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=(AM ἐπιζῶ, -ήω)<br />ζω, [[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]] και [[μετά]] τον θάνατο κάποιου ή [[μετά]] από κάποιο [[γεγονός]] (α. «επέζησαν του πολέμου» β. «επιζήσαμε» γ. «επέζησε του συζύγου της» δ. «ἄν ὡς ὀλίγιστον ὁ [[τοιοῦτος]] χρόνον ἐπιζώῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαρκώ]], [[παραμένω]] («τοῦ φθόνου πολὺν χρόνον οὐκ ἐπιζῶντος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 12:25, 15 February 2019

Greek Monolingual

(AM ἐπιζῶ, -ήω)
ζω, εξακολουθώ να υπάρχω και μετά τον θάνατο κάποιου ή μετά από κάποιο γεγονός (α. «επέζησαν του πολέμου» β. «επιζήσαμε» γ. «επέζησε του συζύγου της» δ. «ἄν ὡς ὀλίγιστον ὁ τοιοῦτος χρόνον ἐπιζώῃ», Πλάτ.)
αρχ.
διαρκώ, παραμένω («τοῦ φθόνου πολὺν χρόνον οὐκ ἐπιζῶντος», Πλούτ.).