ἐρινυώδης: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
(2) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρινυώδης]], -ους, -ες (Α) [[Ερινύς]]<br />αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στις Ερινύες, ο [[μανιώδης]]. | |mltxt=[[ἐρινυώδης]], -ους, -ες (Α) [[Ερινύς]]<br />αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στις Ερινύες, ο [[μανιώδης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρῑνυώδης:''' подобный Эриниям (συκοφαντίαι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1029] ες, nach Art der Erinyen, furienmäßig, Plut. de exil. 9, συκοφαντίαι, vgl. coh ira 9.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à Érinys ou aux Érinyes.
Étymologie: Ἐρινύς, -ωδης.
Greek Monolingual
ἐρινυώδης, -ους, -ες (Α) Ερινύς
αυτός που μοιάζει ή αρμόζει στις Ερινύες, ο μανιώδης.
Russian (Dvoretsky)
ἐρῑνυώδης: подобный Эриниям (συκοφαντίαι Plut.).