ἑτοιμότρωτος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(14)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμότρωτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που εύκολα πληγώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>τρωτος</i>].
|mltxt=[[ἑτοιμότρωτος]], -ον (Μ)<br />αυτός που εύκολα πληγώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[τρωτός]], [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>τρωτος</i>].
}}
}}

Revision as of 16:05, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1053] leicht zu verwunden, Sp.

Greek Monolingual

ἑτοιμότρωτος, -ον (Μ)
αυτός που εύκολα πληγώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τρωτός, πρβλ. ά-τρωτος].