ἐμπεδόκαρπος: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐμπεδόκαρπος]], -ον (Α)<br />(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει [[συνεχώς]] καρπό. | |mltxt=[[ἐμπεδόκαρπος]], -ον (Α)<br />(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει [[συνεχώς]] καρπό. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπεδόκαρπος:''' постоянно приносящий плоды Emped. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A ever-fruiting, Emp.77.
German (Pape)
[Seite 811] stets Früchte tragend; Empedocl. 287; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπεδόκαρπος: -ον, ὡς τὸ ἀείκαρπος, ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, ἐμπεδόφυλλος, ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου ἀείφυλλος.
Spanish (DGE)
-ον siempre fructíferode árboles, Emp.B 77.
Greek Monolingual
ἐμπεδόκαρπος, -ον (Α)
(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει συνεχώς καρπό.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπεδόκαρπος: постоянно приносящий плоды Emped.