αγχίδομος: Difference between revisions

From LSJ

Καλόν τοι τὸ ταύτης τῆς γῆς ὕδωρ, κακοὶ δὲ οἱ ἄνθρωποι. → Sweet is the water of this land, but the people are bad.

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγχίδομος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται [[κοντά]] σε κάποιον, ο [[γείτονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]].
|mltxt=[[ἀγχίδομος]], -ον (Α)<br />αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται [[κοντά]] σε κάποιον, ο [[γείτονας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγχίδομος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί ή βρίσκεται κοντά σε κάποιον, ο γείτονας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + δόμος.