αδικοθάνατος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα<br /><b>2.</b> (για [[κατάρα]]) ο [[άξιος]] να πεθάνει άδικα.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα<br /><b>2.</b> (για [[κατάρα]]) ο [[άξιος]] να πεθάνει άδικα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αδικο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θάνατος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αδικοθανατίζω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα
2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + θάνατος.
ΠΑΡ. αδικοθανατίζω].