αεροδιάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που μπορεί να διαλυθεί στον αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[διαλυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[διαλύω]].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που μπορεί να διαλυθεί στον αέρα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αέρας]] <span style="color: red;">+</span> [[διαλυτός]] <span style="color: red;"><</span> [[διαλύω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:30, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που μπορεί να διαλυθεί στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αέρας + διαλυτός < διαλύω.