αέσκω: Difference between revisions

From LSJ

οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians

Source
(1)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀέσκω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]], αναπαύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον αόρ. ([[ἄεσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἄFεσσα</i>;) συνοδευόμενο [[πάντοτε]] από τη λ. [[νύκτα]](<i>ς</i>). Ανάγεται πιθανότατα σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>a</i>)<i>we</i>- / (<i>a</i>)<i>wes</i>- που σήμαινε αρχικά «[[μένω]], [[είμαι]], [[περνώ]] τον καιρό μου, [[κατοικώ]]» — <b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>νάς</i>-<i>ati</i> «μένει», γοτθ. <i>wis</i>-<i>an</i> «[[είναι]]» κ.λπ.].
|mltxt=[[ἀέσκω]] (Α)<br />[[κοιμάμαι]], αναπαύομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. χρησιμοποιείται [[κυρίως]] στον αόρ. ([[ἄεσα]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἄFεσσα</i>;) συνοδευόμενο [[πάντοτε]] από τη λ. [[νύκτα]](<i>ς</i>). Ανάγεται πιθανότατα σε ΙΕ [[ρίζα]] (<i>a</i>)<i>we</i>- / (<i>a</i>)<i>wes</i>- που σήμαινε αρχικά «[[μένω]], [[είμαι]], [[περνώ]] τον καιρό μου, [[κατοικώ]]» — πρβλ. αρχ. ινδ. <i>νάς</i>-<i>ati</i> «μένει», γοτθ. <i>wis</i>-<i>an</i> «[[είναι]]» κ.λπ.].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἀέσκω (Α)
κοιμάμαι, αναπαύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρησιμοποιείται κυρίως στον αόρ. (ἄεσα < ἄFεσσα;) συνοδευόμενο πάντοτε από τη λ. νύκτα(ς). Ανάγεται πιθανότατα σε ΙΕ ρίζα (a)we- / (a)wes- που σήμαινε αρχικά «μένω, είμαι, περνώ τον καιρό μου, κατοικώ» — πρβλ. αρχ. ινδ. νάς-ati «μένει», γοτθ. wis-an «είναι» κ.λπ.].