αιγίβοτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰγίβοτος]], -ον (Α) (για τόπους) αυτός στον οποίο βόσκουν κατσίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰγι</i>- (<i>αἴξ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]].
|mltxt=[[αἰγίβοτος]], -ον (Α) (για τόπους) αυτός στον οποίο βόσκουν κατσίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αἰγι</i>- (<i>αἴξ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>βοτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βόσκω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

αἰγίβοτος, -ον (Α) (για τόπους) αυτός στον οποίο βόσκουν κατσίκες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰγι- (αἴξ) + -βοτος < βόσκω.