αιθεροβάμων: Difference between revisions
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(-ονος), ο, η (Μ [[αἰθεροβάμων]])<br /><b>1.</b> αυτός που βαίνει, που περπατά στον αίθερα, αιθεροβάτης, [[ουρανοδρόμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ζει [[εκτός]] πραγματικότητας, [[ονειροπόλος]], [[φαντασιοκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=(-ονος), ο, η (Μ [[αἰθεροβάμων]])<br /><b>1.</b> αυτός που βαίνει, που περπατά στον αίθερα, αιθεροβάτης, [[ουρανοδρόμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ζει [[εκτός]] πραγματικότητας, [[ονειροπόλος]], [[φαντασιοκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰθήρ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βάμων</i> <span style="color: red;"><</span> [[βαίνω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:35, 29 December 2020
Greek Monolingual
(-ονος), ο, η (Μ αἰθεροβάμων)
1. αυτός που βαίνει, που περπατά στον αίθερα, αιθεροβάτης, ουρανοδρόμος
2. αυτός που ζει εκτός πραγματικότητας, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰθήρ + -βάμων < βαίνω].