εφηγούμαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(15)
 
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐφηγοῡμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[οδηγώ]] σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (ειδ. ως αττ. [[δικανικός]] όρος) [[οδηγώ]] τον δικαστικό άρχοντα στο [[μέρος]] όπου κρύβεται [[κακούργος]] τον οποίο εγώ δεν [[τολμώ]] να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἡγοῡμαι</i>].
|mltxt=ἐφηγοῦμαι, -έομαι (Α)<br /><b>1.</b> (με δοτ. προσ.) [[οδηγώ]] σε κάποιο [[τόπο]]<br /><b>2.</b> (ειδ. ως αττ. [[δικανικός]] όρος) [[οδηγώ]] τον δικαστικό άρχοντα στο [[μέρος]] όπου κρύβεται [[κακούργος]] τον οποίο εγώ δεν [[τολμώ]] να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἡγοῦμαι</i>].
}}
}}

Revision as of 16:30, 26 March 2021

Greek Monolingual

ἐφηγοῦμαι, -έομαι (Α)
1. (με δοτ. προσ.) οδηγώ σε κάποιο τόπο
2. (ειδ. ως αττ. δικανικός όρος) οδηγώ τον δικαστικό άρχοντα στο μέρος όπου κρύβεται κακούργος τον οποίο εγώ δεν τολμώ να συλλάβω («τοῑς ἄρχουσιν ἐφηγοῡ», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἡγοῦμαι].