αιματοστάτης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο<br />[[αιματόπετρα]], [[ημιπολύτιμος]] [[λίθος]] ([[ποικιλία]] του αιματίτη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αίμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> ρ. [[στέκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιματοστάτι]]].
|mltxt=ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο<br />[[αιματόπετρα]], [[ημιπολύτιμος]] [[λίθος]] ([[ποικιλία]] του αιματίτη).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αίμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] <span style="color: red;"><</span> ρ. [[στέκω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αιματοστάτι]]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο
αιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία του αιματίτη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα, -ατος + -στάτης < ρ. στέκω.
ΠΑΡ. αιματοστάτι].