ακαλαίσθητος: Difference between revisions
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[καλαισθησία]], δεν έχει την [[ικανότητα]] να ξεχωρίζει, να απολαμβάνει το πραγματικά [[ωραίο]]<br />«[[ακαλαίσθητος]] [[άνθρωπος]]»<br /><b>2.</b> όποιος έχει κατασκευαστεί [[χωρίς]] [[καλαισθησία]], ο [[άκομψος]], ο [[κακότεχνος]]<br />«ακαλαίσθητο [[σπίτι]]».<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> όποιος δεν έχει [[καλαισθησία]], δεν έχει την [[ικανότητα]] να ξεχωρίζει, να απολαμβάνει το πραγματικά [[ωραίο]]<br />«[[ακαλαίσθητος]] [[άνθρωπος]]»<br /><b>2.</b> όποιος έχει κατασκευαστεί [[χωρίς]] [[καλαισθησία]], ο [[άκομψος]], ο [[κακότεχνος]]<br />«ακαλαίσθητο [[σπίτι]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[καλαίσθητος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακαλαισθησία]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:48, 29 December 2020
Greek Monolingual
-η, -ο
1. όποιος δεν έχει καλαισθησία, δεν έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει, να απολαμβάνει το πραγματικά ωραίο
«ακαλαίσθητος άνθρωπος»
2. όποιος έχει κατασκευαστεί χωρίς καλαισθησία, ο άκομψος, ο κακότεχνος
«ακαλαίσθητο σπίτι».
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + καλαίσθητος.
ΣΥΝΘ. ακαλαισθησία].