καλαίσθητος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που έχει την αίσθηση του ωραίου, φιλόκαλος, εκλεπτυσμένος, που έχει γούστο («καλαίσθητος άνθρωπος»)
2. αυτός που γίνεται με καλαισθησία, καλαισθητικός («καλαίσθητη διακόσμηση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) - + αισθητός (< αισθάνομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Σπυρ. Ν. Βασιλειάδη].