ημίπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει υποστεί [[ημιπληγία]] («ήτο [[ημίπληκτος]], παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] «[[χτυπώ]]»), | |mltxt=-η, -ο<br />αυτός που έχει υποστεί [[ημιπληγία]] («ήτο [[ημίπληκτος]], παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] «[[χτυπώ]]»), [[πρβλ]]. <i>έκ</i>-<i>πληκτος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:23, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία («ήτο ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πληκτος (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. έκ-πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].