ημίπληκτος
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει υποστεί ημιπληγία («ήτο ημίπληκτος, παθούσα προ μηνών εκ μερικής παραλυσίας», Παπαδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πληκτος (< πλήσσω «χτυπώ»), πρβλ. έκ-πληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].