ινδάλλομαι: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰνδάλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] όμοιος με κάποιον ή [[κάτι]] («θεοῑς... ξένοις... ἰνδαλλόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φαίνομαι]], νομίζομαι (α. «ἄλλοι μοι δοκέουσι... ἵπποι, ἄλλοις δ' [[ἡνίοχος]] ἰνδάλλεται», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «τὰ δι' ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα | |mltxt=[[ἰνδάλλομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[φαίνομαι]] όμοιος με κάποιον ή [[κάτι]] («θεοῑς... ξένοις... ἰνδαλλόμενοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φαίνομαι]], νομίζομαι (α. «ἄλλοι μοι δοκέουσι... ἵπποι, ἄλλοις δ' [[ἡνίοχος]] ἰνδάλλεται», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β) «τὰ δι' ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῖν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[φαίνομαι]], [[είμαι]] πια [[φανερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουσ. (<i>F</i>)<i>ίνδαλον</i><br />η λ. [[πρέπει]] να προέρχεται από το θ. <i>weid</i>- «[[βλέπω]], [[γνωρίζω]]» τών [[ἰδεῖν]], [[εἶδος]]. Το -<i>ν</i>- του τ. [[ἰνδάλλομαι]] προέρχεται από ένα ενεστ. θ. με διαφορετική σημ., που απαντά στο αρχ. ινδ. <i>vindati</i> «[[βρίσκω]]», αρχ. ιρλδ. <i>nad</i>-<i>jannadar</i> «δεν γνωρίζουν»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:55, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἰνδάλλομαι (Α)
1. φαίνομαι όμοιος με κάποιον ή κάτι («θεοῑς... ξένοις... ἰνδαλλόμενοι», Πλάτ.)
2. φαίνομαι, νομίζομαι (α. «ἄλλοι μοι δοκέουσι... ἵπποι, ἄλλοις δ' ἡνίοχος ἰνδάλλεται», Ομ. Ιλ.
β) «τὰ δι' ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῖν», Αριστοτ.)
3. φαίνομαι, είμαι πια φανερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. (F)ίνδαλον
η λ. πρέπει να προέρχεται από το θ. weid- «βλέπω, γνωρίζω» τών ἰδεῖν, εἶδος. Το -ν- του τ. ἰνδάλλομαι προέρχεται από ένα ενεστ. θ. με διαφορετική σημ., που απαντά στο αρχ. ινδ. vindati «βρίσκω», αρχ. ιρλδ. nad-jannadar «δεν γνωρίζουν»].