Καινόν: Difference between revisions

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source
(18)
(5)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Καινόν]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καινός]].
|mltxt=[[Καινόν]], τὸ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[καινός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Καινόν:''' τό, το Καινό Δικαστήριο, στην Αθήνα, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Καινόν: τό, τὸ «νέον δικαστήριον» ἐν Ἀθήναις, «τόπος ἐν τῷ δικαστηρίῳ οὕτω λεγόμενος· εἰσὶ δὲ δ΄, Παράβυστος, Καινός, Τρίγωνος, Μέσος» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 120· πρβλ. Richter Προλεγ. σ. 104.

Greek Monolingual

Καινόν, τὸ (Α)
βλ. καινός.

Greek Monotonic

Καινόν: τό, το Καινό Δικαστήριο, στην Αθήνα, σε Αριστοφ.