ιερόδακρυς: Difference between revisions

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερόδακρυς]], -υ (Α)<br />(για το [[λιβάνι]]) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δακρυς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απειρό</i>-<i>δακρυς</i>, <i>πολύ</i>-<i>δακρυς</i>].
|mltxt=[[ἱερόδακρυς]], -υ (Α)<br />(για το [[λιβάνι]]) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δακρυς</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]]), [[πρβλ]]. <i>απειρό</i>-<i>δακρυς</i>, <i>πολύ</i>-<i>δακρυς</i>].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱερόδακρυς, -υ (Α)
(για το λιβάνι) αυτός που αποτελείται από ιερά δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -δακρυς (< δάκρυ), πρβλ. απειρό-δακρυς, πολύ-δακρυς].