καταφύγιο: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καταφύγι, το (AM [[καταφύγιον]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] ή [[πρόσωπο]] όπου καταφεύγει [[κάποιος]] για να βρει [[βοήθεια]], [[σωτηρία]] ή [[προστασία]]<br /><b>2.</b> [[κρυψώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[υπόγειος]] [[χώρος]] που προορίζεται για την [[προστασία]] στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό [[κύμα]] ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, [[κυρίως]], βλημάτων («αντιαεροπορικό [[καταφύγιο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φύγιον</i> (-<i>φυγος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>φυξ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του [[φεύγω]], <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>προσ</i>-<i>φύγιον</i>, <i>συμ</i>-<i>φύγιον</i>].
|mltxt=και καταφύγι, το (AM [[καταφύγιον]])<br /><b>1.</b> [[τόπος]] ή [[πρόσωπο]] όπου καταφεύγει [[κάποιος]] για να βρει [[βοήθεια]], [[σωτηρία]] ή [[προστασία]]<br /><b>2.</b> [[κρυψώνας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στρ.</b> [[υπόγειος]] [[χώρος]] που προορίζεται για την [[προστασία]] στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό [[κύμα]] ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, [[κυρίως]], βλημάτων («αντιαεροπορικό [[καταφύγιο]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φύγιον</i> (-<i>φυγος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>φυξ</i> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φυγ</i>- του [[φεύγω]], [[πρβλ]]. αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>φυγ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>προσ</i>-<i>φύγιον</i>, <i>συμ</i>-<i>φύγιον</i>].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

και καταφύγι, το (AM καταφύγιον)
1. τόπος ή πρόσωπο όπου καταφεύγει κάποιος για να βρει βοήθεια, σωτηρία ή προστασία
2. κρυψώνας
νεοελλ.
στρ. υπόγειος χώρος που προορίζεται για την προστασία στρατιωτικού προσωπικού ή άμαχου πληθυσμού από τα θραύσματα, το ωστικό κύμα ή και τα άμεσα πλήγματα εκρηκτικών, κυρίως, βλημάτων («αντιαεροπορικό καταφύγιο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φύγιον (-φυγος < -φυξ < θ. φυγ- του φεύγω, πρβλ. αόρ. β' -φυγ-ον), πρβλ. προσ-φύγιον, συμ-φύγιον].