καρδιοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(19) |
(2b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καρδιοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />αυτός που προφυλάσσει την [[καρδιά]], δηλ. ο [[θώρακας]]. | |mltxt=[[καρδιοφύλαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />αυτός που προφυλάσσει την [[καρδιά]], δηλ. ο [[θώρακας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρδιοφύλαξ:''' ᾰκος (ῠ) ὁ нагрудный панцирь, нагрудник Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A breastplate, Plb.6.23.14.
German (Pape)
[Seite 1327] ακος, ὁ, Brustschild, der das Herz bewacht, Pol. 6, 23, 14.
Greek Monolingual
καρδιοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που προφυλάσσει την καρδιά, δηλ. ο θώρακας.
Russian (Dvoretsky)
καρδιοφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ нагрудный панцирь, нагрудник Polyb.