καπνοπαραγωγός: Difference between revisions
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
(19) |
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την [[καπνοβιομηχανία]] και το [[καπνεμπόριο]] («η [[Ελλάδα]] [[είναι]] [[καπνοπαραγωγός]] [[χώρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την [[καπνοβιομηχανία]] και το [[καπνεμπόριο]] («η [[Ελλάδα]] [[είναι]] [[καπνοπαραγωγός]] [[χώρα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[καπνοπαραγωγός]]<br />[[κτηματίας]] που ασχολείται με την [[καπνοκαλλιέργεια]] και παράγει [[καπνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καπνός]] <span style="color: red;">+</span> [[παραγωγός]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην [[εφημερίδα]] <i>Άστυ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 14 January 2019
Greek Monolingual
-ό
1. αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την καπνοβιομηχανία και το καπνεμπόριο («η Ελλάδα είναι καπνοπαραγωγός χώρα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια και παράγει καπνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].