καπνοπαραγωγός

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source

Greek Monolingual


1. αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την καπνοβιομηχανία και το καπνεμπόριο («η Ελλάδα είναι καπνοπαραγωγός χώρα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια και παράγει καπνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].