κλάρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κλαρί]], [[κλάδος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τους πήρε με την [[κλάρα]]» — τους έτρεψε σε [[φυγή]] [[χωρίς]] κόπο<br />β) «πού τήν πας την [[κλάρα]]» ή «κόψ' την [[κλάρα]]» — σε ποιον τά λες αυτά, ποιον προσπαθείς να εξαπατήσεις<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλαρί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφάλ</i>-<i>α</i>, <i>μπουκάλ</i>-<i>α</i>].
|mltxt=η<br /><b>1.</b> μεγάλο [[κλαρί]], [[κλάδος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τους πήρε με την [[κλάρα]]» — τους έτρεψε σε [[φυγή]] [[χωρίς]] κόπο<br />β) «πού τήν πας την [[κλάρα]]» ή «κόψ' την [[κλάρα]]» — σε ποιον τά λες αυτά, ποιον προσπαθείς να εξαπατήσεις<br /><b>3.</b> <b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] αρπακτικού πτηνού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κλαρί]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>α</i>, [[πρβλ]]. <i>κεφάλ</i>-<i>α</i>, <i>μπουκάλ</i>-<i>α</i>].
}}
}}

Revision as of 13:34, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
1. μεγάλο κλαρί, κλάδος
2. φρ. α) «τους πήρε με την κλάρα» — τους έτρεψε σε φυγή χωρίς κόπο
β) «πού τήν πας την κλάρα» ή «κόψ' την κλάρα» — σε ποιον τά λες αυτά, ποιον προσπαθείς να εξαπατήσεις
3. ζωολ. κοινή ονομασία αρπακτικού πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαρί + μεγεθ. κατάλ. -α, πρβλ. κεφάλ-α, μπουκάλ-α].