διγόνατος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
(9) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=digonatos | |Transliteration C=digonatos | ||
|Beta Code=digo/natos | |Beta Code=digo/natos | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[with two joints]], κλωνία Dsc.4.189.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:15, 30 June 2020
English (LSJ)
ον,
A with two joints, κλωνία Dsc.4.189.
German (Pape)
[Seite 615] mit zwei Knoten, Gelenken.
Spanish (DGE)
-ον con dos junturas κλωνία Dsc.4.189.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
(για σωλήνες) αυτός που έχει δύο γόνατα (γωνίες, καμπυλώσεις) και επομένως δύο στόμια εκροής ή εισροής
αρχ.
(για φυτά) αυτός που έχει δύο γόνατα, δύο κόμπους.