κρεουργία: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[κρεουργία]]) [[κρεουργώ]]<br />[[κόψιμο]] κρέατος σε τεμάχια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανηλεής]] [[σφαγή]] ανθρώπων.
|mltxt=η (Α [[κρεουργία]]) [[κρεουργώ]]<br />[[κόψιμο]] κρέατος σε τεμάχια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανηλεής]] [[σφαγή]] ανθρώπων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρεουργία:''' ἡ, [[κατακρεούργηση]], κατακόψιμο.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεουργία Medium diacritics: κρεουργία Low diacritics: κρεουργία Capitals: ΚΡΕΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: kreourgía Transliteration B: kreourgia Transliteration C: kreourgia Beta Code: kreourgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A cutting up, butchering, Πέλοπος Luc. Salt.54.

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργία: ἡ, τὸ κρεουργεῖν, τὸ κόψιμον εἰς κομμάτια, ἡ Πέλοπος κρεουργία Λουκ. περὶ Ὀρχήσ. 54.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépècement de la chair, de la viande.
Étymologie: κρεουργός.

Greek Monolingual

η (Α κρεουργία) κρεουργώ
κόψιμο κρέατος σε τεμάχια
νεοελλ.
ανηλεής σφαγή ανθρώπων.

Greek Monotonic

κρεουργία: ἡ, κατακρεούργηση, κατακόψιμο.