κολυμπάδα: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
(21)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κολυμβάς]], -[[άδος]])<br />(για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην [[άλμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[κολυμβίς]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θάμνου, [[στοιβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολυμπάδα]] <span style="color: red;"><</span> [[κολυμβάς]] <span style="color: red;"><</span> [[κόλυμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δρομ</i>-<i>άς</i>, <i>καρκιν</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=η (AM [[κολυμβάς]], -[[άδος]])<br />(για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην [[άλμη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[πτηνό]] [[κολυμβίς]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] θάμνου, [[στοιβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κολυμπάδα]] <span style="color: red;"><</span> [[κολυμβάς]] <span style="color: red;"><</span> [[κόλυμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. <i>δρομ</i>-<i>άς</i>, <i>καρκιν</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (AM κολυμβάς, -άδος)
(για τις ελιές) αυτή που διατηρείται στην άλμη
αρχ.
1. το πτηνό κολυμβίς
2. είδος θάμνου, στοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολυμπάδα < κολυμβάς < κόλυμβος + κατάλ. -άς (πρβλ. δρομ-άς, καρκιν-άς)].