κυριοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυριοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει τον Κύριο («κυριοφόρον φάτνην»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κύριος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θεο</i>-[[φόρος]], <i>κερδο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=[[κυριοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που φέρει τον Κύριο («κυριοφόρον φάτνην»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Κύριος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. <i>θεο</i>-[[φόρος]], <i>κερδο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 14:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

κυριοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει τον Κύριο («κυριοφόρον φάτνην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύριος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. θεο-φόρος, κερδο-φόρος.