κωφότητα: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(22)
 
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[κωφότης]], -ητος)<br />[[κωφός]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] ακοής, [[κουφαμάρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αδιαφορία]], [[αμέλεια]] («τοσαύτην [[κωφότητα]] καὶ τοσοῡτο [[σκότος]] παρ' ὑμῶν ἀπαντᾱν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[νωθρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδυναμία]] της ακοής, [[βαρηκοΐα]].
|mltxt=η (AM [[κωφότης]], -ητος)<br />[[κωφός]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] ακοής, [[κουφαμάρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[αδιαφορία]], [[αμέλεια]] («τοσαύτην [[κωφότητα]] καὶ τοσοῦτο [[σκότος]] παρ' ὑμῶν ἀπαντᾱν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[νωθρότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδυναμία]] της ακοής, [[βαρηκοΐα]].
}}
}}

Revision as of 12:13, 28 March 2021

Greek Monolingual

η (AM κωφότης, -ητος)
κωφός
1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα
2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῦτο σκότος παρ' ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.)
3. μτφ. νωθρότητα
αρχ.
αδυναμία της ακοής, βαρηκοΐα.