Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λέμφωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr

Menander, Monostichoi, 402
(22)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>ιατρ.</b> [[κάθε]] μη φυσιολογική [[διόγκωση]] λεμφικού ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>lymphoma</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lymph</i>(<i>o</i>)- (<b>βλ.</b> <i>λεμφ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>oma</i>].
|mltxt=το<br /><b>ιατρ.</b> [[κάθε]] μη φυσιολογική [[διόγκωση]] λεμφικού ιστού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>lymphoma</i> <span style="color: red;"><</span> <i>lymph</i>(<i>o</i>)- (<b>βλ.</b> <i>λεμφ</i>[[ο]]-) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>oma</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:12, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
ιατρ. κάθε μη φυσιολογική διόγκωση λεμφικού ιστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενούς ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lymphoma < lymph(o)- (βλ. λεμφο-) + κατάλ. -oma].