λογχοδόκη: Difference between revisions

From LSJ

Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'

Menander, Monostichoi, 387
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br />[[δερμάτινη]] [[θήκη]] της σαγής τών λογχοφόρων ιππέων [[μέσα]] στην οποία στηριζόταν το [[κάτω]] [[άκρο]] της λόγχης [[κατά]] την [[πορεία]], αλλ. [[λογχοφόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λόγχος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δουρο</i>-<i>δόκη</i>, <i>οψο</i>-<i>δόκη</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
|mltxt=η<br />[[δερμάτινη]] [[θήκη]] της σαγής τών λογχοφόρων ιππέων [[μέσα]] στην οποία στηριζόταν το [[κάτω]] [[άκρο]] της λόγχης [[κατά]] την [[πορεία]], αλλ. [[λογχοφόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λόγχος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>δόκη</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δέχομαι]]), [[πρβλ]]. <i>δουρο</i>-<i>δόκη</i>, <i>οψο</i>-<i>δόκη</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].
}}
}}

Revision as of 14:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

η
δερμάτινη θήκη της σαγής τών λογχοφόρων ιππέων μέσα στην οποία στηριζόταν το κάτω άκρο της λόγχης κατά την πορεία, αλλ. λογχοφόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχος + -δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο-δόκη, οψο-δόκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].