μαίτυς: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(23) |
m (Text replacement - ">" to ">") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μαίτυς]], -υρος, ὁ (Α)<br />[[μάρτυρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαίτυς]] [[αντί]] [[μάρτυς]] από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -<i>ρ</i>- ανομοιωτικά [[προς]] το ακολουθούν -<i>ρ</i>- («υποχωρητική [[ανομοίωση]]») εξασθενώθηκε σε -<i>ι</i>-: [[μάρτυρος]] | |mltxt=[[μαίτυς]], -υρος, ὁ (Α)<br />[[μάρτυρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[μαίτυς]] [[αντί]] [[μάρτυς]] από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -<i>ρ</i>- ανομοιωτικά [[προς]] το ακολουθούν -<i>ρ</i>- («υποχωρητική [[ανομοίωση]]») εξασθενώθηκε σε -<i>ι</i>-: [[μάρτυρος]] > <i>μαίτυρος</i> > [[μαίτυς]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:25, 15 January 2019
Greek (Liddell-Scott)
μαίτυς: Κρητικ. ἀντὶ μάρτυς, αἰτ. πληθ. μαιτύρανς, ἐπιγραφ. ἐν Hell. J., τ. 13, σ. 50, 52, κτλ.
Greek Monolingual
μαίτυς, -υρος, ὁ (Α)
μάρτυρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαίτυς αντί μάρτυς από τους τ. τών πλάγιων πτώσεων, όπου το πρώτο -ρ- ανομοιωτικά προς το ακολουθούν -ρ- («υποχωρητική ανομοίωση») εξασθενώθηκε σε -ι-: μάρτυρος > μαίτυρος > μαίτυς.