μελάνδρυον: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(24) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελάνδρυον''': τό, ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, | |lstext='''μελάνδρυον''': τό, ἡ [[ἐντεριώνη]], ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ [[μέλαν]] δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. [[μελάνδρυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελάνδρυον]], τὸ (ΑM)<br />η [[εντεριώνη]], η [[καρδιά]] της δρυός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[μελάνδρυα]]<br />τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθέτου [[μελάνδρυος]]. Η σημ. του πληθ. [[μελάνδρυα]] «τεμάχια αλίπαστου τόννου» [[είναι]] μεταφορική]. | |mltxt=[[μελάνδρυον]], τὸ (ΑM)<br />η [[εντεριώνη]], η [[καρδιά]] της δρυός<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ [[μελάνδρυα]]<br />τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθέτου [[μελάνδρυος]]. Η σημ. του πληθ. [[μελάνδρυα]] «τεμάχια αλίπαστου τόννου» [[είναι]] μεταφορική]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 6 January 2019
English (LSJ)
τό,
A heart of oak, Thphr.HP1.6.2. II v. μελάνδρυς.
German (Pape)
[Seite 119] τό, der schwarze Kern der Eiche (wofür Od. 14, 12 steht τὸ μέλαν δρυός), Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδρυον: τό, ἡ ἐντεριώνη, ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ μέλαν δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. μελάνδρυς.
Greek Monolingual
μελάνδρυον, τὸ (ΑM)
η εντεριώνη, η καρδιά της δρυός
αρχ.
στον πληθ. τὰ μελάνδρυα
τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθέτου μελάνδρυος. Η σημ. του πληθ. μελάνδρυα «τεμάχια αλίπαστου τόννου» είναι μεταφορική].