μαλάκας: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(24)
 
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που αυνανίζεται<br /><b>2.</b> διανοητικά [[νωθρός]], αποβλακωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλάκα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>η [[μάγκα]] &GT; <i>ο [[μάγκας]])].
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> αυτός που αυνανίζεται<br /><b>2.</b> διανοητικά [[νωθρός]], αποβλακωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαλάκα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>η [[μάγκα]] &GT; ο [[μάγκας]])].
}}
}}

Revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

ο
1. αυτός που αυνανίζεται
2. διανοητικά νωθρός, αποβλακωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλάκα (πρβλ. η μάγκα > ο μάγκας)].