ἀκονιτικός: Difference between revisions
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκονιτικός]], -ή, -όν) [[ἀκόνιτον]]<br />ο παρασκευασμένος από [[ακόνιτο]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀκονιτικός]], -ή, -όν) [[ἀκόνιτον]]<br />ο παρασκευασμένος από [[ακόνιτο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκονῑτικός:''' -ή, -όν, φτιαγμένος, κατασκευασμένος από ακονίτη, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:33, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A made of ἀκόνιτον, X.Cyn.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονῑτικός: -ή, -όν, ἐξ ἀκονίτου κατεσκευασμένος, Ξεν. Κυν. 11. 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait d’aconit.
Étymologie: ἀκόνιτον.
Spanish (DGE)
-ή, -όν hecho de acónito φάρμακον X.Cyn.11.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀκονιτικός, -ή, -όν) ἀκόνιτον
ο παρασκευασμένος από ακόνιτο.
Greek Monotonic
ἀκονῑτικός: -ή, -όν, φτιαγμένος, κατασκευασμένος από ακονίτη, σε Ξεν.