ακομπανιάρω: Difference between revisions
From LSJ
Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[συνοδεύω]] με μουσικό όργανο [[άλλο]] όργανο ή κάποιον που τραγουδά.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[συνοδεύω]] με μουσικό όργανο [[άλλο]] όργανο ή κάποιον που τραγουδά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> ιταλ. <i>accompagnare</i> «[[συνοδεύω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακομπανιάριστος]], [[ακομπανιάρισμα]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:50, 29 December 2020
Greek Monolingual
συνοδεύω με μουσικό όργανο άλλο όργανο ή κάποιον που τραγουδά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ιταλ. accompagnare «συνοδεύω».
ΠΑΡ. ακομπανιάριστος, ακομπανιάρισμα].