ἀκρογένειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(2)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκρογένειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ [[πιγούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[γένειον]] «[[πιγούνι]]»].
|mltxt=[[ἀκρογένειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ [[πιγούνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[γένειον]] «[[πιγούνι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκρογένειος:''' с выдающимся вперед или острым подбородком Arst.
}}
}}

Revision as of 15:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρογένειος Medium diacritics: ἀκρογένειος Low diacritics: ακρογένειος Capitals: ΑΚΡΟΓΕΝΕΙΟΣ
Transliteration A: akrogéneios Transliteration B: akrogeneios Transliteration C: akrogeneios Beta Code: a)kroge/neios

English (LSJ)

ον,

   A with prominent chin, Arist.Phgn.812b24.

German (Pape)

[Seite 83] mit spitzem Kinne, Arist. Physiogn. 5 p. 812, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρογένειος: -ον, ὁ ἔχων τὸ γένειον, δηλ. τὸ «πηγοῦνι», προτεταμένον ἢ ὀξύ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 40.

Spanish (DGE)

-ον con prognatismo Arist.Phgn.812b24.

Greek Monolingual

ἀκρογένειος, -ον (Α)
αυτός που έχει προτεταμένο ή οξύ πιγούνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + γένειον «πιγούνι»].

Russian (Dvoretsky)

ἀκρογένειος: с выдающимся вперед или острым подбородком Arst.