ακρόαμα: Difference between revisions
From LSJ
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀκρόαμα]])<br />αυτό που ακούει [[κανείς]] ([[κυρίως]] για [[ευχαρίστηση]], μουσικό [[κομμάτι]] ή [[απαγγελία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἀκροάματα</i><br />αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, [[κυρίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] δείπνου ή συμποσίου.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (Α [[ἀκρόαμα]])<br />αυτό που ακούει [[κανείς]] ([[κυρίως]] για [[ευχαρίστηση]], μουσικό [[κομμάτι]] ή [[απαγγελία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἀκροάματα</i><br />αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, [[κυρίως]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] δείπνου ή συμποσίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακροαματικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακροαματισμός]], [[ακρομάζομαι]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (Α ἀκρόαμα)
αυτό που ακούει κανείς (κυρίως για ευχαρίστηση, μουσικό κομμάτι ή απαγγελία
αρχ.
στον πληθ. τὰ ἀκροάματα
αυτά που απαγγέλλουν ή τραγουδούν, κυρίως κατά τη διάρκεια δείπνου ή συμποσίου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. ακροαματικός
νεοελλ.
ακροαματισμός, ακρομάζομαι].