ἀληθοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀληθοσύνη]])<br />η [[αλήθεια]], η [[φιλαλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. της λ. [[αλήθεια]]].
|mltxt=η (Α [[ἀληθοσύνη]])<br />η [[αλήθεια]], η [[φιλαλήθεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. της λ. [[αλήθεια]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀληθοσύνη:''' ἡ, ποιητ. αντί [[ἀλήθεια]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθοσύνη Medium diacritics: ἀληθοσύνη Low diacritics: αληθοσύνη Capitals: ΑΛΗΘΟΣΥΝΗ
Transliteration A: alēthosýnē Transliteration B: alēthosynē Transliteration C: alithosyni Beta Code: a)lhqosu/nh

English (LSJ)

ἡ, poet. for ἀλήθεια, Thgn.1226.

German (Pape)

[Seite 95] ἡ, Wahrheit, Theogn. 1224.

Greek (Liddell-Scott)

ἀληθοσύνη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀλήθεια, Θέογν. 1226.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
veracidad, verdad Thgn.1226.

Greek Monolingual

η (Α ἀληθοσύνη)
η αλήθεια, η φιλαλήθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. αλήθεια].

Greek Monotonic

ἀληθοσύνη: ἡ, ποιητ. αντί ἀλήθεια, σε Θέογν.